↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυντέλεστος η ασυντέλεστη το ασυντέλεστο
      γενική του ασυντέλεστου της ασυντέλεστης του ασυντέλεστου
    αιτιατική τον ασυντέλεστο την ασυντέλεστη το ασυντέλεστο
     κλητική ασυντέλεστε ασυντέλεστη ασυντέλεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυντέλεστοι οι ασυντέλεστες τα ασυντέλεστα
      γενική των ασυντέλεστων των ασυντέλεστων των ασυντέλεστων
    αιτιατική τους ασυντέλεστους τις ασυντέλεστες τα ασυντέλεστα
     κλητική ασυντέλεστοι ασυντέλεστες ασυντέλεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυντέλεστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσυντέλεστος

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυντέλεστος, -η, -ο

  1. ατέλειωτος
  2. ασυμπλήρωτος
    το κείμενο έμοιαζε ασυντέλεστο και χρειαζόταν βελτίωση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία