Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυγύριστος η ασυγύριστη το ασυγύριστο
      γενική του ασυγύριστου της ασυγύριστης του ασυγύριστου
    αιτιατική τον ασυγύριστο την ασυγύριστη το ασυγύριστο
     κλητική ασυγύριστε ασυγύριστη ασυγύριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυγύριστοι οι ασυγύριστες τα ασυγύριστα
      γενική των ασυγύριστων των ασυγύριστων των ασυγύριστων
    αιτιατική τους ασυγύριστους τις ασυγύριστες τα ασυγύριστα
     κλητική ασυγύριστοι ασυγύριστες ασυγύριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυγύριστος < α- στερητ. + συγυρίζω

  Επίθετο επεξεργασία

ασυγύριστος

  1. (για πρόσωπα) ατημέλητος, απεριποίητος
  2. ατακτοποίητος, ακατάστατος
    το δωμάτιό σου είναι πολύ ασυγύριστο και πρέπει να το καθαρίσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία