αστροναυτική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστροναυτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική astronautique < αρχαία ελληνική ἄστρον + ναύτης (< ναῦς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστροναυτική θηλυκό
- η επιστήμη που προετοιμάζει και οργανώνει τα διαστημικά ταξίδια καθώς και η σχετική τεχνολογία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αστροναύτης, αστέρι και ναύτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστροναυτική