astronautique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
astronautique | astronautiques |
astronautique (fr) θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
astronautique | astronautiques |
astronautique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
astronautique | astronautiques |
astronautique (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
astronautique | astronautiques |
astronautique (fr) αρσενικό ή θηλυκό