Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστοίβαχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αστοίβαχτ
ος
η
αστοίβαχτ
η
το
αστοίβαχτ
ο
γενική
του
αστοίβαχτ
ου
της
αστοίβαχτ
ης
του
αστοίβαχτ
ου
αιτιατική
τον
αστοίβαχτ
ο
την
αστοίβαχτ
η
το
αστοίβαχτ
ο
κλητική
αστοίβαχτ
ε
αστοίβαχτ
η
αστοίβαχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αστοίβαχτ
οι
οι
αστοίβαχτ
ες
τα
αστοίβαχτ
α
γενική
των
αστοίβαχτ
ων
των
αστοίβαχτ
ων
των
αστοίβαχτ
ων
αιτιατική
τους
αστοίβαχτ
ους
τις
αστοίβαχτ
ες
τα
αστοίβαχτ
α
κλητική
αστοίβαχτ
οι
αστοίβαχτ
ες
αστοίβαχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστοίβαχτος
<
α-
+
στοιβάζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αστοίβαχτος, -η, -ο
που δεν έχει
στοιβαχθεί
, δεν έχει συγκεντρωθεί σε
στοίβες
⮡
τσουβάλια
αστοίβαχτα
Αντώνυμα
επεξεργασία
στοιβαγμένος
στοιβαχτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστοίβαχτος
αγγλικά
:
unstacked
(en)