Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστικοποιημένος η αστικοποιημένη το αστικοποιημένο
      γενική του αστικοποιημένου της αστικοποιημένης του αστικοποιημένου
    αιτιατική τον αστικοποιημένο την αστικοποιημένη το αστικοποιημένο
     κλητική αστικοποιημένε αστικοποιημένη αστικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστικοποιημένοι οι αστικοποιημένες τα αστικοποιημένα
      γενική των αστικοποιημένων των αστικοποιημένων των αστικοποιημένων
    αιτιατική τους αστικοποιημένους τις αστικοποιημένες τα αστικοποιημένα
     κλητική αστικοποιημένοι αστικοποιημένες αστικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αστικοποιημένος





  Μεταφράσεις επεξεργασία