Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστεγής η αστεγής το αστεγές
      γενική του αστεγούς* της αστεγούς του αστεγούς
    αιτιατική τον αστεγή την αστεγή το αστεγές
     κλητική αστεγή(ς) αστεγής αστεγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστεγείς οι αστεγείς τα αστεγή
      γενική των αστεγών των αστεγών των αστεγών
    αιτιατική τους αστεγείς τις αστεγείς τα αστεγή
     κλητική αστεγείς αστεγείς αστεγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστεγής < μεσαιωνική ελληνική ἀστεγής[1] < αρχαία ελληνική στέγη

  Επίθετο επεξεργασία

αστεγής, -ής, -ές

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αστεγής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)