Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστένευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αστένευτ
ος
η
αστένευτ
η
το
αστένευτ
ο
γενική
του
αστένευτ
ου
της
αστένευτ
ης
του
αστένευτ
ου
αιτιατική
τον
αστένευτ
ο
την
αστένευτ
η
το
αστένευτ
ο
κλητική
αστένευτ
ε
αστένευτ
η
αστένευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αστένευτ
οι
οι
αστένευτ
ες
τα
αστένευτ
α
γενική
των
αστένευτ
ων
των
αστένευτ
ων
των
αστένευτ
ων
αιτιατική
τους
αστένευτ
ους
τις
αστένευτ
ες
τα
αστένευτ
α
κλητική
αστένευτ
οι
αστένευτ
ες
αστένευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστένευτος
<
α-
στερητικό
+
στενεύ(ω)
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αστένευτος, -η, -ο
που δεν τον έχουν
στενέψει
Αντώνυμα
επεξεργασία
στενεμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστένευτος