Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστάχυ τα αστάχυα
      γενική του σταχυού των σταχυών
    αιτιατική το αστάχυ τα αστάχυα
     κλητική αστάχυ αστάχυα
Δείτε και στάχυ, στάχι
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστάχυ < ενδιάμεσος μεσαιωνικός τύπος *ἀστάχυον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ἄσταχυς < ἄ- (α- προτακτικό) + στάχυ (στάχυ)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈsta.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στά‐χυ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστάχυ ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στάχυ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία