Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασταχυολόγητος η ασταχυολόγητη το ασταχυολόγητο
      γενική του ασταχυολόγητου της ασταχυολόγητης του ασταχυολόγητου
    αιτιατική τον ασταχυολόγητο την ασταχυολόγητη το ασταχυολόγητο
     κλητική ασταχυολόγητε ασταχυολόγητη ασταχυολόγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασταχυολόγητοι οι ασταχυολόγητες τα ασταχυολόγητα
      γενική των ασταχυολόγητων των ασταχυολόγητων των ασταχυολόγητων
    αιτιατική τους ασταχυολόγητους τις ασταχυολόγητες τα ασταχυολόγητα
     κλητική ασταχυολόγητοι ασταχυολόγητες ασταχυολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασταχυολόγητος < α- στερητικό + σταχυολογώ

  Επίθετο επεξεργασία

ασταχυολόγητος, -η, -ο

  1. που δεν σταχυολογήθηκε, δεν αποθησαυρίστηκε
  2. αυτός από τον οποίο δεν έγινε σταχυολόγηση
    ποιητής ασταχυολόγητος

  Μεταφράσεις επεξεργασία