ασταχυολόγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασταχυολόγητος < α- στερητικό + σταχυολογώ
Επίθετο επεξεργασία
ασταχυολόγητος, -η, -ο
- που δεν σταχυολογήθηκε, δεν αποθησαυρίστηκε
- αυτός από τον οποίο δεν έγινε σταχυολόγηση
- ποιητής ασταχυολόγητος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασταχυολόγητος
|