Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασπροπάρης οι ασπροπάρηδες
      γενική του ασπροπάρη των ασπροπάρηδων
    αιτιατική τον ασπροπάρη τους ασπροπάρηδες
     κλητική ασπροπάρη ασπροπάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ασπρογυπάρης

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπροπάρης < ασπροπάρι < *ασπρογυπάρι < ελληνιστική κοινή ἄσπρος + αρχαία ελληνική γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασπροπάρης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία