Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστραπάρι τα αστραπάρια
      γενική του αστραπαριού των αστραπαριών
    αιτιατική το αστραπάρι τα αστραπάρια
     κλητική αστραπάρι αστραπάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αστραπάρι

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστραπάρι < *αστρογυπάρι < αρχαία ελληνική ἀστραπή + γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστραπάρι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία