αστραπάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αστραπάρι | τα | αστραπάρια |
γενική | του | αστραπαριού | των | αστραπαριών |
αιτιατική | το | αστραπάρι | τα | αστραπάρια |
κλητική | αστραπάρι | αστραπάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστραπάρι < *αστρογυπάρι < αρχαία ελληνική ἀστραπή + γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστραπάρι ουδέτερο
- (πτηνό) ο ασπροπάρης, είδος γύπα (επιστημονική ονομασία: Neophron percnopterus)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστραπάρι
|