ασκημομούρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ασκημομούρικος < ασκημομούρης + -ικος
Επίθετο
επεξεργασία
ασκημομούρικος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασκημομούρικος
|