ασκημομούρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασκημομούρης | η | ασκημομούρα | το | ασκημομούρικο |
γενική | του | ασκημομούρη | της | ασκημομούρας | του | ασκημομούρικου |
αιτιατική | τον | ασκημομούρη | την | ασκημομούρα | το | ασκημομούρικο |
κλητική | ασκημομούρη | ασκημομούρα | ασκημομούρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασκημομούρηδες | οι | ασκημομούρες | τα | ασκημομούρικα |
γενική | των | ασκημομούρηδων | — | των | ασκημομούρικων | |
αιτιατική | τους | ασκημομούρηδες | τις | ασκημομούρες | τα | ασκημομούρικα |
κλητική | ασκημομούρηδες | ασκημομούρες | ασκημομούρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασκημομούρης και ασχημομούρης
- → δείτε τη λέξη ασχημομούρης