Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχινισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρχινισμέν
ος
η
αρχινισμέν
η
το
αρχινισμέν
ο
γενική
του
αρχινισμέν
ου
της
αρχινισμέν
ης
του
αρχινισμέν
ου
αιτιατική
τον
αρχινισμέν
ο
την
αρχινισμέν
η
το
αρχινισμέν
ο
κλητική
αρχινισμέν
ε
αρχινισμέν
η
αρχινισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρχινισμέν
οι
οι
αρχινισμέν
ες
τα
αρχινισμέν
α
γενική
των
αρχινισμέν
ων
των
αρχινισμέν
ων
των
αρχινισμέν
ων
αιτιατική
τους
αρχινισμέν
ους
τις
αρχινισμέν
ες
τα
αρχινισμέν
α
κλητική
αρχινισμέν
οι
αρχινισμέν
ες
αρχινισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αρχινισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αρχινώ
και
αρχινάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχινισμένος