αρτοπαρασκευαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρτοπαρασκευαστής < αρτο- + παρασκευαστής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.to.pa.ɾa.sce.vaˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐το‐πα‐ρα‐σκευ‐α‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρτοπαρασκευαστής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που παρασκευάζει τον άρτο, το ψωμί
- μηχάνημα οικιακής χρήσης που χρησιμοποιείται για να παρασκευάσει ψωμί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρτοπαρασκευαστής
|