αρπιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρπιστής | οι | αρπιστές |
γενική | του | αρπιστή | των | αρπιστών |
αιτιατική | τον | αρπιστή | τους | αρπιστές |
κλητική | αρπιστή | αρπιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία(μουσική)
αρπιστής αρσενικό, (θηλυκό αρπίστρια)
- (επάγγελμα) ο μουσικός που παίζει άρπα (έγχορδο μουσικό όργανο)· είτε κονσερτική άρπα με πεντάλ (μεγάλη), είτε μοχλική άρπα (με μοχλούς-λεβιέ, κέλτικη, μικρή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αρπιστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αρπιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.