Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρπιστής οι αρπιστές
      γενική του αρπιστή των αρπιστών
    αιτιατική τον αρπιστή τους αρπιστές
     κλητική αρπιστή αρπιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρπιστής < από το άρπα και την κατάληξη -ιστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

(μουσική)
αρπιστής αρσενικό, (θηλυκό αρπίστρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία



 
αρχαίο πήλινο αγαλματίδιο αρπίστριας (Μουσείο Λούβρου)

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία