Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρπακολλατζίδικος η αρπακολλατζίδικη το αρπακολλατζίδικο
      γενική του αρπακολλατζίδικου της αρπακολλατζίδικης του αρπακολλατζίδικου
    αιτιατική τον αρπακολλατζίδικο την αρπακολλατζίδικη το αρπακολλατζίδικο
     κλητική αρπακολλατζίδικε αρπακολλατζίδικη αρπακολλατζίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρπακολλατζίδικοι οι αρπακολλατζίδικες τα αρπακολλατζίδικα
      γενική των αρπακολλατζίδικων των αρπακολλατζίδικων των αρπακολλατζίδικων
    αιτιατική τους αρπακολλατζίδικους τις αρπακολλατζίδικες τα αρπακολλατζίδικα
     κλητική αρπακολλατζίδικοι αρπακολλατζίδικες αρπακολλατζίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρπακολλατζίδικος < αρπακολλατζής + -ίδικος < αρπακόλλα

  Επίθετο επεξεργασία

αρπακολλατζίδικος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία