αρπαγόφυτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρπαγόφυτο < νεολατινική harpagophytum < αρχαία ελληνική ἅρπαξ (< ἁρπάζω) + φυτόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρπαγόφυτο ουδέτερο
- (φυτό) βότανο που έχει αντιφλεγμονώδη και παυσίπονη δράση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρπαγόφυτο