αρμόνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρμόνιος | η | αρμόνια | το | αρμόνιο |
γενική | του | αρμόνιου | της | αρμόνιας | του | αρμόνιου |
αιτιατική | τον | αρμόνιο | την | αρμόνια | το | αρμόνιο |
κλητική | αρμόνιε | αρμόνια | αρμόνιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρμόνιοι | οι | αρμόνιες | τα | αρμόνια |
γενική | των | αρμόνιων | των | αρμόνιων | των | αρμόνιων |
αιτιατική | τους | αρμόνιους | τις | αρμόνιες | τα | αρμόνια |
κλητική | αρμόνιοι | αρμόνιες | αρμόνια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |