↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρθριτισμός οι αρθριτισμοί
      γενική του αρθριτισμού των αρθριτισμών
    αιτιατική τον αρθριτισμό τους αρθριτισμούς
     κλητική αρθριτισμέ αρθριτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρθριτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική arthritism < arthritis < ελληνιστική κοινή ἀρθρῖτις < ἄρθρον < ἀραρίσκω +‎ -θρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρθριτισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αρθριτισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία