• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αργυροχόος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αργυροχόος οι αργυροχόοι
      γενική του/της αργυροχόου των αργυροχόων
    αιτιατική τον/την αργυροχόο τους/τις αργυροχόους
     κλητική αργυροχόε αργυροχόοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αργυροχόος < (ελληνιστική κοινή) ἀργυροχόος < ἄργυρος + χέω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αργυροχόος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή αντικειμένων από ασήμι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αργυροχοΐα

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • χρυσοχόος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αργυροχόος
  • αγγλικά : silversmith (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αργυροχόος&oldid=5457439"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 08:37
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 08:37.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie