αργυρουπολίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αργυρουπολίτικος < Αργυρουπολίτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.ʝi.ɾu.poˈli.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γυ‐ρου‐πο‐λί‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
αργυρουπολίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Αργυρούπολη ή τους κατοίκους της
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αργυρουπολίτικος
|