Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργυρουπολίτικος η αργυρουπολίτικη το αργυρουπολίτικο
      γενική του αργυρουπολίτικου της αργυρουπολίτικης του αργυρουπολίτικου
    αιτιατική τον αργυρουπολίτικο την αργυρουπολίτικη το αργυρουπολίτικο
     κλητική αργυρουπολίτικε αργυρουπολίτικη αργυρουπολίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργυρουπολίτικοι οι αργυρουπολίτικες τα αργυρουπολίτικα
      γενική των αργυρουπολίτικων των αργυρουπολίτικων των αργυρουπολίτικων
    αιτιατική τους αργυρουπολίτικους τις αργυρουπολίτικες τα αργυρουπολίτικα
     κλητική αργυρουπολίτικοι αργυρουπολίτικες αργυρουπολίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργυρουπολίτικος < Αργυρουπολίτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.ʝi.ɾu.poˈli.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐γυ‐ρου‐πο‐λί‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

αργυρουπολίτικος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία