↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραχιδέλαιο τα αραχιδέλαια
      γενική του αραχιδέλαιου των αραχιδέλαιων
    αιτιατική το αραχιδέλαιο τα αραχιδέλαια
     κλητική αραχιδέλαιο αραχιδέλαια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αραχιδέλαιο < (καθαρεύουσα) ἀραχιδέλαιον, αραχίδ(α) + -έλαιο < (ελληνιστική κοινή) ἀράχιδνα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɾa.çiˈðe.le.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐χι‐δέ‐λαι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αραχιδέλαιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία