↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβοχριστιανικός η αραβοχριστιανική το αραβοχριστιανικό
      γενική του αραβοχριστιανικού της αραβοχριστιανικής του αραβοχριστιανικού
    αιτιατική τον αραβοχριστιανικό την αραβοχριστιανική το αραβοχριστιανικό
     κλητική αραβοχριστιανικέ αραβοχριστιανική αραβοχριστιανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβοχριστιανικοί οι αραβοχριστιανικές τα αραβοχριστιανικά
      γενική των αραβοχριστιανικών των αραβοχριστιανικών των αραβοχριστιανικών
    αιτιατική τους αραβοχριστιανικούς τις αραβοχριστιανικές τα αραβοχριστιανικά
     κλητική αραβοχριστιανικοί αραβοχριστιανικές αραβοχριστιανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αραβοχριστιανικός < αραβο- + χριστιανικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.xɾi.stça.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐βο‐χρι‐στια‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αραβοχριστιανικός, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία