Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποχτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποχτημέν
ος
η
αποχτημέν
η
το
αποχτημέν
ο
γενική
του
αποχτημέν
ου
της
αποχτημέν
ης
του
αποχτημέν
ου
αιτιατική
τον
αποχτημέν
ο
την
αποχτημέν
η
το
αποχτημέν
ο
κλητική
αποχτημέν
ε
αποχτημέν
η
αποχτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποχτημέν
οι
οι
αποχτημέν
ες
τα
αποχτημέν
α
γενική
των
αποχτημέν
ων
των
αποχτημέν
ων
των
αποχτημέν
ων
αιτιατική
τους
αποχτημέν
ους
τις
αποχτημέν
ες
τα
αποχτημέν
α
κλητική
αποχτημέν
οι
αποχτημέν
ες
αποχτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποχτημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποχτώ
Μετοχή
επεξεργασία
αποχτημένος
αυτός που έχει αποκτηθεί.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποχτημένος