αποχτενίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποχτενίδι | τα | αποχτενίδια |
γενική | του | αποχτενιδιού | των | αποχτενιδιών |
αιτιατική | το | αποχτενίδι | τα | αποχτενίδια |
κλητική | αποχτενίδι | αποχτενίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποχτενίδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό: αποχτενίδια) οι τρίχες που πέφτουν καθώς κάποιος χτενίζεται
- (λαϊκότροπο) απόμαλλο