Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχτενίδι τα αποχτενίδια
      γενική του αποχτενιδιού των αποχτενιδιών
    αιτιατική το αποχτενίδι τα αποχτενίδια
     κλητική αποχτενίδι αποχτενίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχτενίδι < απο- + χτένα + -ίδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποχτενίδι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό: αποχτενίδια) οι τρίχες που πέφτουν καθώς κάποιος χτενίζεται
     συνώνυμα: αποχτένισμα, χτενίδια
  2. (λαϊκότροπο) απόμαλλο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία