απόμαλλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απόμαλλο | τα | απόμαλλα |
γενική | του | απόμαλλου | των | απόμαλλων |
αιτιατική | το | απόμαλλο | τα | απόμαλλα |
κλητική | απόμαλλο | απόμαλλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόμαλλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) μικρή ποσότητα μαλλιού που απομένει μετά το λανάρισμα
- (ιδιωματικό) τρίχες που έχουν πέσει και απομένουν μετά το χτένισμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόμαλλο
|