αποχειροβίωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχειροβίωτος < αρχαία ελληνική ἀποχειροβίωτος / ἀποχειροβίοτος / ἀποχειρόβιος
Επίθετο επεξεργασία
αποχειροβίωτος, -η, -ο
- (παρωχημένο) βιοπαλαιστής
- Καλήν ημέραν άρχοντες... Και «άρχοντες» ήσαν μαζί με τους άλλους ο εργάτης που επήγαινε στη δουλειά του, η νοικοκυρά της συνοικίας, ο αποχειροβίωτος και μισθόβιος και ο ψιλικατζής. (*)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχειροβίωτος
|