αποφράδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποφράδα < αρχαία ελληνική ἀποφράς < ἀπό + φράζω (λέω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποφράδα θηλυκό
- καταραμένη, δυσοίωνη ή γρουσούζικη μέρα, ημέρα την οποία δεν θα ήθελε κανείς ούτε να την αναφέρει, επειδή θυμίζει θλιβερό γεγονός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποφράδα