απουσιασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απουσιασμός < απουσιάζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική absenteeism)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απουσιασμός αρσενικό
- (νεολογισμός) (σπάνιο) το να απουσιάζει κάποιος συστηματικά από κάπου, π.χ. από την εργασία
- Ο απουσιασμός των μισθωτών: η περίπτωση του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα. (Τίτλος Διδακτορικής διατριβής)
Μεταφράσεις επεξεργασία
απουσιασμός