absentéisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ap.sɑ̃.te.ism/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabsentéisme (fr) αρσενικό
- απουσιασμός (συχνές απουσίες από τη δουλειά (λόγω ασθένειας, προσωπικών λόγων, κλπ)
- η αποχή από τις εκλογές
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη absent