Ετυμολογία

επεξεργασία
absentéisme < ausent < λατινική absens (γενική: absentis)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ap.sɑ̃.te.ism/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

absentéisme (fr) αρσενικό

  1. απουσιασμός (συχνές απουσίες από τη δουλειά (λόγω ασθένειας, προσωπικών λόγων, κλπ)
  2. η αποχή από τις εκλογές

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη absent