Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτρελαμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποτρελαμέν
ος
η
αποτρελαμέν
η
το
αποτρελαμέν
ο
γενική
του
αποτρελαμέν
ου
της
αποτρελαμέν
ης
του
αποτρελαμέν
ου
αιτιατική
τον
αποτρελαμέν
ο
την
αποτρελαμέν
η
το
αποτρελαμέν
ο
κλητική
αποτρελαμέν
ε
αποτρελαμέν
η
αποτρελαμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποτρελαμέν
οι
οι
αποτρελαμέν
ες
τα
αποτρελαμέν
α
γενική
των
αποτρελαμέν
ων
των
αποτρελαμέν
ων
των
αποτρελαμέν
ων
αιτιατική
τους
αποτρελαμέν
ους
τις
αποτρελαμέν
ες
τα
αποτρελαμέν
α
κλητική
αποτρελαμέν
οι
αποτρελαμέν
ες
αποτρελαμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποτρελαμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποτρελαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποτρελαμένος
ισπανικά
:
enloquecido
(es)
,
desquiciado
(es)