Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποτιτανωμένος η αποτιτανωμένη το αποτιτανωμένο
      γενική του αποτιτανωμένου της αποτιτανωμένης του αποτιτανωμένου
    αιτιατική τον αποτιτανωμένο την αποτιτανωμένη το αποτιτανωμένο
     κλητική αποτιτανωμένε αποτιτανωμένη αποτιτανωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποτιτανωμένοι οι αποτιτανωμένες τα αποτιτανωμένα
      γενική των αποτιτανωμένων των αποτιτανωμένων των αποτιτανωμένων
    αιτιατική τους αποτιτανωμένους τις αποτιτανωμένες τα αποτιτανωμένα
     κλητική αποτιτανωμένοι αποτιτανωμένες αποτιτανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτιτανωμένος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

αποτιτανωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία