Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτιτανωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποτιτανωμέν
ος
η
αποτιτανωμέν
η
το
αποτιτανωμέν
ο
γενική
του
αποτιτανωμέν
ου
της
αποτιτανωμέν
ης
του
αποτιτανωμέν
ου
αιτιατική
τον
αποτιτανωμέν
ο
την
αποτιτανωμέν
η
το
αποτιτανωμέν
ο
κλητική
αποτιτανωμέν
ε
αποτιτανωμέν
η
αποτιτανωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποτιτανωμέν
οι
οι
αποτιτανωμέν
ες
τα
αποτιτανωμέν
α
γενική
των
αποτιτανωμέν
ων
των
αποτιτανωμέν
ων
των
αποτιτανωμέν
ων
αιτιατική
τους
αποτιτανωμέν
ους
τις
αποτιτανωμέν
ες
τα
αποτιτανωμέν
α
κλητική
αποτιτανωμέν
οι
αποτιτανωμέν
ες
αποτιτανωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποτιτανωμένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
αποτιτανωμένος, -η, -ο
του οποίου οι
ιστοί
έχουν εμποτιστεί με άλατα
ασβεστίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποτιτανωμένος
αγγλικά
:
calcified
(en)