Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσχολειοποίηση οι αποσχολειοποιήσεις
      γενική της αποσχολειοποίησης των αποσχολειοποιήσεων
    αιτιατική την αποσχολειοποίηση τις αποσχολειοποιήσεις
     κλητική αποσχολειοποίηση αποσχολειοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσχολειοποίηση < απο- + σχολείο + -ποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.sxo.li.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐σχο‐λει‐ο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσχολειοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr