αποσκορακισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσκορακισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποσκορακισμός < ἀποσκορακίζω < ἀπό + ἐς κόρακας < αρχαία ελληνική κόραξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσκορακισμός αρσενικό
- (λόγιο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσκορακίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσκορακισμός