Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσκεπασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσκεπασμέν
ος
η
αποσκεπασμέν
η
το
αποσκεπασμέν
ο
γενική
του
αποσκεπασμέν
ου
της
αποσκεπασμέν
ης
του
αποσκεπασμέν
ου
αιτιατική
τον
αποσκεπασμέν
ο
την
αποσκεπασμέν
η
το
αποσκεπασμέν
ο
κλητική
αποσκεπασμέν
ε
αποσκεπασμέν
η
αποσκεπασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσκεπασμέν
οι
οι
αποσκεπασμέν
ες
τα
αποσκεπασμέν
α
γενική
των
αποσκεπασμέν
ων
των
αποσκεπασμέν
ων
των
αποσκεπασμέν
ων
αιτιατική
τους
αποσκεπασμέν
ους
τις
αποσκεπασμέν
ες
τα
αποσκεπασμέν
α
κλητική
αποσκεπασμέν
οι
αποσκεπασμέν
ες
αποσκεπασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποσκεπασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποσκεπάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσκεπασμένος