↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσαφηνιζόμενος η αποσαφηνιζόμενη το αποσαφηνιζόμενο
      γενική του αποσαφηνιζόμενου της αποσαφηνιζόμενης του αποσαφηνιζόμενου
    αιτιατική τον αποσαφηνιζόμενο την αποσαφηνιζόμενη το αποσαφηνιζόμενο
     κλητική αποσαφηνιζόμενε αποσαφηνιζόμενη αποσαφηνιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσαφηνιζόμενοι οι αποσαφηνιζόμενες τα αποσαφηνιζόμενα
      γενική των αποσαφηνιζόμενων των αποσαφηνιζόμενων των αποσαφηνιζόμενων
    αιτιατική τους αποσαφηνιζόμενους τις αποσαφηνιζόμενες τα αποσαφηνιζόμενα
     κλητική αποσαφηνιζόμενοι αποσαφηνιζόμενες αποσαφηνιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσαφηνιζόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αποσαφηνίζομαι

αποσαφηνιζόμενος, -η, -ο

Αποσαφηνιζομένων των όρων της σύμβασης, η συμφωνία θα είναι πιο ξεκάθαρη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία