αποσάριδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσάριδο < από + σαρίδι + -ο < (ελληνιστική κοινή) σαρόω / σαρῶ < αρχαία ελληνική σαίρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποσάριδο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσάριδο
|
αποσάριδο ουδέτερο
|