Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απορροφητής οι απορροφητές
      γενική του απορροφητή των απορροφητών
    αιτιατική τον απορροφητή τους απορροφητές
     κλητική απορροφητή απορροφητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απορροφητής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική absorber, μορφολογικά αναλύεται σε απορροφώ + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ɾo.fiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πορ‐ρο‐φη‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απορροφητής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr