↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπροσωποποίηση οι αποπροσωποποιήσεις
      γενική της αποπροσωποποίησης* των αποπροσωποποιήσεων
    αιτιατική την αποπροσωποποίηση τις αποπροσωποποιήσεις
     κλητική αποπροσωποποίηση αποπροσωποποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπροσωποποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπροσωποποίηση < αποπροσωποποιώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποπροσωποποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία