Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπροσωποποιώ < απο- + προσωποποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική depersonalize)

αποπροσωποποιώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία