↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποξεχασμένος η αποξεχασμένη το αποξεχασμένο
      γενική του αποξεχασμένου της αποξεχασμένης του αποξεχασμένου
    αιτιατική τον αποξεχασμένο την αποξεχασμένη το αποξεχασμένο
     κλητική αποξεχασμένε αποξεχασμένη αποξεχασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποξεχασμένοι οι αποξεχασμένες τα αποξεχασμένα
      γενική των αποξεχασμένων των αποξεχασμένων των αποξεχασμένων
    αιτιατική τους αποξεχασμένους τις αποξεχασμένες τα αποξεχασμένα
     κλητική αποξεχασμένοι αποξεχασμένες αποξεχασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποξεχασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποξεχνώ

αποξεχασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποξεχνώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία