απονενοημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απονενοημένος < (ελληνιστική κοινή) ἀπονενοημένος < αρχαία ελληνική μετοχή παθητικού παρακειμένου του ἀπονοέομαι, -οῦμαι
Μετοχή επεξεργασία
απονενοημένος, -η, -ο
- πολύ απελπισμένος, απεγνωσμένος
Εκφράσεις επεξεργασία
- απονενοημένο διάβημα: η αυτοκτονία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απονενοημένος
|