Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απονεμημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απονεμημέν
ος
η
απονεμημέν
η
το
απονεμημέν
ο
γενική
του
απονεμημέν
ου
της
απονεμημέν
ης
του
απονεμημέν
ου
αιτιατική
τον
απονεμημέν
ο
την
απονεμημέν
η
το
απονεμημέν
ο
κλητική
απονεμημέν
ε
απονεμημέν
η
απονεμημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απονεμημέν
οι
οι
απονεμημέν
ες
τα
απονεμημέν
α
γενική
των
απονεμημέν
ων
των
απονεμημέν
ων
των
απονεμημέν
ων
αιτιατική
τους
απονεμημέν
ους
τις
απονεμημέν
ες
τα
απονεμημέν
α
κλητική
απονεμημέν
οι
απονεμημέν
ες
απονεμημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απονεμημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απονέμω
Μετοχή
επεξεργασία
απονεμημένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
απονέμω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απονεμημένος