↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποναζιστικοποίηση οι αποναζιστικοποιήσεις
      γενική της αποναζιστικοποίησης* των αποναζιστικοποιήσεων
    αιτιατική την αποναζιστικοποίηση τις αποναζιστικοποιήσεις
     κλητική αποναζιστικοποίηση αποναζιστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποναζιστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποναζιστικοποίηση < απο- + ναζιστικός + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποναζιστικοποίηση θηλυκό

  • η διαδικασία προς τον εκδημοκρατισμό μιας χώρας στην οποία είχε εγκαθιδρυθεί ναζιστικό καθεστώς, η αλλαγή των δομών που είχαν αποκτήσει ναζιστικό χαρακτήρα
    ※  Γι’ αυτό και έσπευσαν μετά το τέλος του πολέμου να προχωρήσουν με μεγάλη αυστηρότητα στην αποναζιστικοποίηση της γερμανικής κοινωνίας και των μηχανισμών της, ενώ παράλληλα φρόντισαν να θωρακίσουν με νόμους το δικό τους πολίτευμα (Άγγελος Στάγκος, «Δικαίωμα της Δημοκρατίας», άρθρο στην εφημεριδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4 Ιουλίου 2013)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία