Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποναζιστικοποιώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αποναζιστικοποιώ

  1. πραγματοποιώ την αποναζιστικοποίηση ενός καθεστώτος
    Το να προσδοκά κανείς από το σημερινό πολιτικό σύστημα να αποκομματικοποιήσει το κράτος ισοδυναμεί με την ελπίδα κάποιων το ‘44, ότι το ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας θα μπορούσε να την αποναζιστικοποιήσει. (Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών, Η Ελληνική Οικονομία, 4/11, Τριμηνιαία Έκθεση Αρ. Τεύχους 66, Δεκέμβριος 2011)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία