απονίτρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απονίτρωση | οι | απονιτρώσεις |
γενική | της | απονίτρωσης* | των | απονιτρώσεων |
αιτιατική | την | απονίτρωση | τις | απονιτρώσεις |
κλητική | απονίτρωση | απονιτρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απονιτρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απονίτρωση < απονιτρώ(νω) + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dénitrification[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈni.tɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐νί‐τρω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπονίτρωση θηλυκό
- (χημεία) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του απονιτρώνω, η μείωση, ή αποβολή νιτρικών αλάτων ή νιτρωδών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- απονιτροποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- απονίτρωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία απονίτρωση
- ↑ απονιτροποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)