• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

απονίτρωση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απονίτρωση οι απονιτρώσεις
      γενική της απονίτρωσης
& απονιτρώσεως
των απονιτρώσεων
    αιτιατική την απονίτρωση τις απονιτρώσεις
     κλητική απονίτρωση απονιτρώσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

απονίτρωση < απονιτρώ(νω) + -ση

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈni.tɾo.si/
συλλαβισμός : α‐πο‐νί‐τρω‐ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

απονίτρωση θηλυκό

  1. (χημεία), (βιοχημεία): η διαδικασία και το αποτέλεσμα του απονιτρώνω
  2. μείωση, ή αποβολή νιτρικών αλάτων ή νιτρωδών

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    απονίτρωση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=απονίτρωση&oldid=4991340"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Φεβρουαρίου 2021, στις 06:39

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Φεβρουαρίου 2021, στις 06:39.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie