απονίτρωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απονίτρωση < απονιτρώ(νω) + -ση
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈni.tɾo.si/
- συλλαβισμός : α‐πο‐νί‐τρω‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απονίτρωση θηλυκό
- (χημεία), (βιοχημεία): η διαδικασία και το αποτέλεσμα του απονιτρώνω
- μείωση, ή αποβολή νιτρικών αλάτων ή νιτρωδών
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απονίτρωση