απομετάλλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απομετάλλωση | οι | απομεταλλώσεις |
γενική | της | απομετάλλωσης* | των | απομεταλλώσεων |
αιτιατική | την | απομετάλλωση | τις | απομεταλλώσεις |
κλητική | απομετάλλωση | απομεταλλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομεταλλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπομετάλλωση θηλυκό
- η αφαίρεση ή ο καθαρισμός στρώσεων επιμετάλλωσης από αντικείμενα
- η αφαίρεση ή η έλλειψη μετάλλων (μαγνήσιο, ασβέστιο, σίδηρος, κάλιο, ψευδάργυρος κ.ά.) από κάποιον οργανισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία απομετάλλωση
|