μετάλλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετάλλωση | οι | μεταλλώσεις |
γενική | της | μετάλλωσης* | των | μεταλλώσεων |
αιτιατική | τη | μετάλλωση | τις | μεταλλώσεις |
κλητική | μετάλλωση | μεταλλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετάλλωση θηλυκό
- η προσθήκη ή η πρόσληψη μετάλλων (μαγνήσιο, ασβέστιο, σίδηρος, κάλιο, ψευδάργυρος κ.ά.) από κάποιον οργανισμό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετάλλωση
|